- τουρκοκυπριακός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τουρκοκυπρίους(«η τουρκοκυπριακή μειονότητα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek